φυσώ

φυσώ
φυσῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, -έω, Α [φῡσα]
1. παράγω, προξενώ αέρα
2. (για άνεμο) πνέω
3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό
4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη φωτιά, κοντεύει να σβήσει» β. «ἀνέπλησα τὠφθαλμὼ πάλης φυσῶν τὸ πῦρ», Φερεκρ.)
5. επιχειρώ να σβήσω τη φλόγα (α. «φύσηξε και τά έσβησε όλα τα κεράκια τής τούρτας» β. «φυσῶν τὴν λαμπάδ' ἔφευγε», Αριστοφ.)
6. αναπνέω έντονα, ξεφυσώ (α. «από τα νεύρα του φυσούσε και φώναζε συνεχώς» β. «τί δεινὰ φυσᾷς αἱματηρὸν ὄμμ' ἔχων;», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (ως τριτοπροσ.) φυσά και φυσάει
α) έχει άνεμο, πνέει άνεμος
β) μτφ. (για πρόσ.) είναι όμορφα και κομψά ντυμένος
2. φρ. α) «φυσάει πολύ» — έχει πολύ αέρα. β) «δεν φυσάει καθόλου» — επικρατεί νηνεμία
γ) «φυσώ τη μύτη μου» — βγάζω με φύσημα τη βλέννα που έχω στη μύτη μου
δ) «τά [ή τό] φυσά[ει]» — έχει πολλά χρήματα
ε) «τό φυσάει και δεν κρυώνει» — λέγεται για κάποιον που δεν μπορεί να ξεχάσει εύκολα ένα αναπάντεχο πάθημά του, την κασκαρίκα που έπαθε
αρχ.
1. αποβάλλω με φύσημα κάτι από το στόμα ή από τα ρουθούνια («φυσώντ' ἄνω πρὸς ρῑνας... αἷμα», Σοφ.)
2. φουσκώνω κάτι με φύσημα («ἔνδοθεν αὐτὰς ὥσπερ κύστιν φυσᾷ», Αριστοφ.)
3. παίζω πνευστό μουσικό όργανο
4. (για νόσο) διαστέλλω, διατείνω
5. μτφ. α) αποπνέω («ἴδεθ' ὅποι προνέμεται τὸ δυσέριστον αἶμα φυσῶν Ἄρης», Σοφ.)
β) αλαζονεύομαι, υπερηφανεύομαι
γ) απατώ
6. παθ. φυσσῶμαι, -άομαι- φέρομαι εδώ κι εκεί από φύσημα αέρα («ἀκάνθης πάππος ὥς φυσώμενος», Σοφ.)
7. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ πεφυσημένοι
πρησμένοι
8. φρ. α) «φυσῶ τὴν γνάθον» — φουσκώνω το μάγουλο για να ξυριστώ ευκολότερα (Αριστοφ.)
β) «φυσῶ τὰς γνάθους»
μτφ. αλαζονεύομαι (Δημοσθ.)
9. παροιμ. «φυσᾶν δίκτυον» — λεγόταν για εκείνους που ματαιοπονούσαν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυσώ — φυσάω / φυσώ, φύσηξα βλ. πίν. 66 (και ως απρόσ. φυσάει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φυσώ — φύσησα και φύσηξα, φυσήθηκα και φυσήχτηκα, φυσημένος και φυσηγμένος 1. μτβ., εκτοξεύω αέρα σε κάτι με το στόμα ή με τα ρουθούνια ή με φυσερό ή με άλλο μέσο: Φυσώ τη φωτιά. 2. με φύσημα γεμίζω ασκό ή σωλήνα με αέρα: Φυσάει την γκάιντα. 3. με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φυσώ — –οῡς, ἡ, Α [φῡσα] (στον Εμπεδοκλή) προσωποίηση τής αύξησης …   Dictionary of Greek

  • φυσῶ — φῡσῶ , φύω bring forth fut ind act 1st sg (doric) φύζω fut ind act 1st sg (doric) φῡσῶ , φυσάω blow pres imperat mp 2nd sg φῡσῶ , φυσάω blow pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φῡσῶ , φυσάω blow pres ind act 1st sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύσω — φύ̱σω , φύω bring forth aor subj act 1st sg φύ̱σω , φύω bring forth fut ind act 1st sg φύ̱σω , φύω bring forth aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) φύζω aor subj act 1st sg φύζω fut ind act 1st sg φύζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπνέω — και επικ. τ. καταπνείω (Α) 1. εκπνέω πνοή πάνω σε κάποιον ή κάτι, φυσώ κάποιον από πάνω 2. (για ανέμους) α) φυσώ β) επιπνέω, φυσώ πάνω σε κάποιον 3. εμπνέω («θεὸς καταπνεῑσε», Ευρ.) 4. μτφ. επέρχομαι ξαφνικά, επισκήπτω 5. παθ. α) (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… …   Dictionary of Greek

  • ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… …   Dictionary of Greek

  • άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”